της συναδέλφου Κοινωνιολόγου Χρυστάλλας Βάσου
ΠΟΛΛΟΙ ταυτίζουν την Κοινωνιολογία με το επάγγελμα του Κοινωνικού Λειτουργού, άλλοι τη βλέπουν ως κάτι παραπλήσιο στην Ψυχολογία. Αυτό όμως που με ενοχλεί περισσότερο είναι η αντίληψη ότι πρόκειται για μια στοίβα θεωρίες, που συνήθως γίνεται εμφανής μέσω της ερώτησης: «και τι μπορείς να κάνεις μ’αυτό; Είναι πρακτικό;». Σε μια εποχή όπου «κρίση» και «ανεργία» έχουν καταλάβει σημαντική θέση στο καθημερινό μας λεξιλόγιο, νιώθω ότι ως Κοινωνιολόγος οφείλω να γράψω κάποια πράγματα, αφενός για να καταρρίψω μύθους που αφορούν τον κλάδο και τη χρησιμότητα της Κοινωνιολογίας και αφετέρου για να συμβάλω στη διεύρυνση του πώς αντιλαμβανόναστε την πορεία επαγγελματικής αποκατάστασης του (νέου) ατόμου. Εισηγούμαι ότι η Κοινωνιολογία μας εφοδιάζει με ένα χρήσιμο τρόπο σκέψης για τη σύγχρονη πραγματικότητα της Κύπρου· με έναν τρόπο θεώρησης των πραγμάτων ο οποίος απαντά στην αβεβαιότητα και την έλλειψη συνοχής που χαρακτηρίζει τη μετάβαση από τα σκαριά της εκπαίδευσης στον κόσμο της εργασίας.
Ξεκινώ με το τι θεωρώ ότι πραγματικά είναι η Κοινωνιολογία, με βάση τα όσα έχω διερευνήσει τα τελευταία πέντε χρόνια με την καθοδήγηση αξιόλογων καθηγητών κι ερευνητών στο χώρο. Πρόκειται για έναν ισχυρό τρόπο σκέψης, μια νοοτροπία στην τελική, που είναι πρακτική για τον καθένα και για ολόκληρη τη ζωή του. Όχι μόνο δεν περιορίζεται στην εκμάθηση θεωριών, αλλά είναι εφαρμόσιμη σε ποικίλα περιβάλλοντα και στην οποιαδήποτε κατάσταση. Κατ’ αρχάς, το γεγονός και μόνο ότι περικλείει τόσες διαφορετικές θεωρίες περί του ίδιου θέματος σημαίνει ότι το άτομο αντιλαμβάνεται πως δεν υπάρχει μια και μοναδική εξήγηση, θεωρία ή λύση για το οποιοδήποτε φαινόμενο. Καλείται να αναπτύξει γρήγορη και κριτική σκέψη, το οποίο με τη σειρά του δεν επιτρέπει την αφελή παράδοση στην όποια θεώρηση, αλλά προωθεί την εύρεση εναλλακτικών εξηγήσεων γύρω από το καθετί. Επιπλέον, έρχεται σε επαφή με τόσους τρόπους με τους οποίους διάφορα κοινωνικά φαινόμενα και κατηγορίες σχετίζονται μεταξύ τους, ώστε να είναι συνεχώς σε ετοιμότητα να αντιληφθεί πώς μια κατάσταση λειτουργεί και αλλιώς – εφόσον δεν μπορεί να ενεργεί με έναν μοναδικό τρόπο ή προς μια μόνο κατεύθυνση, δηλαδή χωρίς αντίσταση από άλλους παράγοντες.
Επικαλούμαι τον Peter Burger (1963) που ορίζει την Κοινωνιολογία ως την ικανότητα να δει κανείς το ξένο μέσα στο οικείο και το γενικό μέσα στο ειδικό. Το πρώτο σημαίνει να αποστασιοποιεί κανείς τον εαυτό του από ατομικιστικές ερμηνείες της ανθρώπινης συμπεριφοράς και να τη δει ως το προϊόν κοινωνικών παραγόντων, δηλαδή να δει τα γεγονότα μέσα από ένα κοινωνικό πρίσμα. Η ικανότητα να δει το γενικό μέσα στο ειδικό αναφέρεται στο πώς κοινωνικές κατηγορίες όπως το φύλο, η εθνικότητα, η κοινωνική τάξη και η θρησκεία του ατόμου επηρεάζουν τη συμπεριφορά και τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται στη ζωή του. Με τις διάφορες μεθόδους που ερευνούν την εμπειρική πραγματικότητα, εντοπίζονται επαναλαμβανόμενα πρότυπα και συμπεριφορές. Για παράδειγμα, συγκεκριμένες ομάδες έχουν αποδειχθεί πιο πιθανά από άλλες να μειονεκτούν ή να έχουν προτέρημα όσον αφορά στο μορφωτικό επίπεδο, την κατάσταση υγείας, την ανεργία, τις προοπτικές ανέλιξης κτλ. Ακολούθως, καθίσταται δυνατή η ανάπτυξη θεωριών για την εξήγηση των κοινωνικών αυτών ζητημάτων και κατά συνέπεια την πρόβλεψη, βελτίωση ή και αποτροπή τους.
Ουσιαστικά, ο κλάδος της Κοινωνιολογίας συνδέει το ατομικό με το κοινωνικό επίπεδο. Ερευνά το πώς φαινομενικά ατομικά θέματα επιδέχονται επιρροών και καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από το ευρύτερο πλαίσιο. Και υπάρχει πάντα αυτό το μεγαλύτερο πλαίσιο, αφού από τη γέννησή μας ζούμε σε ομάδες, όπως η οικογένεια, το σχολείο, ο χώρος εργασίας, η γειτονιά, η πόλη και το κράτος, οι οποίες είναι ενσωματωμένες σε κοινωνικές δομές. Αυτές καθορίζουν για το άτομο οικογενειακούς θεσμούς, προσδοκίες για κάθε φάση της ζωής του, κανόνες που διέπουν τις ανθρώπινες σχέσεις, θεσμικές πολιτικές και άλλα. Πρόκειται λοιπόν για μια πολυεπίπεδη ανάλυση των πραγμάτων που συμβάλλει στην ανάπτυξη δεξιοτήτων όπως την κριτική σκέψη, την αμφισβήτηση του προφανούς, την ευφραδή παρουσίαση ιδεών γραπτώς και προφορικώς, την ανάπτυξη λογικών και συνεκτικών επιχειρημάτων, τη δημιουργία καλομελετημένων σχέδιων δράσης σε προβληματικές καταστάσεις, την εκτίμηση ερευνητικών ευρημάτων, την εμπέδωση της ύπαρξης πολλών «πραγματικοτήτων» ανάλογα με το υπόβαθρο του καθενός και μια σφαιρική κατανόηση του πώς λειτουργούν οι ανθρώπινες σχέσεις και οι κοινωνικοί φορείς σε κάθε επίπεδο. Εξού και βρίσκουμε τους Κοινωνιολόγους σε μια μεγάλη γκάμα δουλειών και σε περιβάλλοντα που μεταξύ τους διαφέρουν σημαντικά.
Αυτή ακριβώς η πολυδιάστατη οπτική και αυτές οι «μεταβιβάσιμες», όπως αποκαλούνται, δεξιότητες είναι, κατά τη γνώμη μου, ένα χρησιμότατο εργαλείο για να κατανοήσουμε αλλά και να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά τις σύγχρονες προκλήσεις. Η Κοινωνιολογία ως τρόπος σκέψης μας προτρέπει να δούμε τα δεδομένα διαφορετικά και μας βοηθά να γίνουμε καλύτεροι και πιο χαρούμενοι άνθρωποι. Πρώτον, διευρύνει τα πλαίσια αναφοράς μας, εφόσον είναι φανερό πως το πρόβλημά «μας» δεν είναι μόνο δικό μας. Σχετίζεται με γενικότερα ζητήματα, ιστορικά και κοινωνικά. Αποτελεί μόνο μέρος της αλυσίδας. Δεύτερον, δε μας επιτρέπει να είμαστε ντετερμινιστές: το αποτέλεσμα μιας κατάστασης δεν είναι ποτέ δεδομένο, γιατί η κάθε δύναμη που επεμβαίνει το επηρεάζει. Κάθε συντελεστής κάνει διαφορά – κι ο καθένας μας μπορεί να δράσει.
Υπάρχουν, τώρα περισσότερο από ποτέ, ευκαιρίες να δοκιμάσει κανείς να κάνει το χόμπυ του εργασία, αφού ούτως ή άλλως δε ρισκάρει μια επικερδή θέση εργασίας. Με χαμηλά έσοδα μεν, αλλά είναι καιρός να ζήσουμε με λιγότερα. Γίνεται. Το ξέρουμε μέσω της μελέτης άλλων κοινωνιών, των οποίων οι κοινωνικές δομές διαφέρουν από τις εδώ. Μικρές επιχειρήσεις μεταξύ φίλων ξεκινούν και σταδιακά αναπτύσσονται. Είναι καιρός να έρθουμε κοντά με άτομα που σκέφτονται σαν εμάς και να ενώσουμε ιδέες και μυαλά για να ξεπεράσουμε τη θυματοποίηση στην οποία έχουμε πέσει εξαιτίας του ότι κάποιοι άλλοι, ενωμένοι για το δικό τους συμφέρον, ενήργησαν αποτελεσματικά. Φιλανθρωπικά κινήματα και εθελοντισμός έχουν αποδειχθεί ότι βελτιώνουν την ψυχική υγεία αυτών που προσφέρουν. Ίσως τώρα, είτε λόγω ανεργίας είτε λόγω συμπόνιας που μας έχει φέρει πιο κοντά εν καιρώ κρίσης, να είναι η κατάλληλη στιγμή να προσφέρουμε· χρόνο, ενέργεια, αγάπη, χαμόγελα κι οτιδήποτε υλικό κάθεται στο σπίτι μας αχρησιμοποίητο εδώ και μήνες. Μπορούμε να δώσουμε, ό,τι κι αν (δεν) έχουμε. Έρευνες φέρνουν στο φως τους κινδύνους που μπορεί να ελλοχεύουν στα τρόφιμα που αγοράζουμε. Γιατί δεν ελαχιστοποιούμε την εξάρτησή μας από τα εμπορικά αγαθά, φυτεύοντας τα δικά μας βότανα και λαχανικά; Ακόμα και ένα-δυο να έχουμε, είναι κέρδος! Σε οικονομικό επίπεδο, όσον αφορά στην υγεία μας και ως βήμα της αποκατάστασης της επαφής του ανθρώπου με το φυσικό του περιβάλλον. Είναι με διάφορους τρόπους και σε πολλά επίπεδα που μπορούμε να κάνουμε την αλλαγή.
Πράγματι,αν η Κοινωνιολογία έχει ένα μάθημα να δώσει, είναι πως η κοινωνική αλλαγή επέρχεται από απρόβλεπτες και πολλαπλές πηγές. Γι’ αυτό και αρκετοί εκπρόσωποι των Θετικών Επιστημών «κατηγορούν» τις Κοινωνικές Επιστήμες για έλλειψη «επιστημονικής κυρότητας». Απαντώ ότι εξαρτάται αρχικά από το πώς ορίζει κανείς την επιστήμη – κατάλοιπο της Αναγέννησης, αφού έκτοτε εγκυρότητα αποτελεσμάτων θωρείται η ικανότητα να προβλέψει κανείς κάτι εκατό τοις εκατό και να φτιάξει φόρμουλες για την εξέλιξη ενός φαινομένου. Οι των Κοινωνικών Επιστημών λοιπόν δεν μπορούμε να φτιάξουμε τέλεια μοντέλα κοινωνιών, ούτε και να προβλέψουμε με σιγουριά τι πρόκειται να ακολουθήσει. Δεν μπορούμε ούτε και να εγγυηθούμε την επιτυχία όσων εισηγούμαστε για βελτίωση. Γιατί ο άνθρωπος είναι απρόβλεπτος και, κυρίως, ελεύθερος κριτής κι ενεργός συντελεστής. Προσπαθείς να τον καταλάβεις κι εκεί που νομίζεις ότι έχεις βγάλει συμπεράσματα και η εξαίρεση είναι αμελητέα, έρχεται να σου τρίξει τα δόντια και να σου δείξει ότι μπορεί να αλλάξει την πορεία των πραγμάτων. Προσπαθείς να βγάλεις μοντέλο μιας κοινωνίας και καθώς ερευνάς διάφορες, ανακαλύπτεις με πόσους διαφορετικούς τρόπους μπορεί ο άνθρωπος να ζήσει και πώς η κουλτούρα και η κοινωνικοπολιτική σύσταση προσδιορίζουν νόρμες και πλαίσια σκέψης. Έτσι, εκτιμάς τη μοναδικότητα της κάθε διαφορετικής ιστορίας που υπάρχει εκεί έξω κι είσαι ανοιχτός να ακούσεις προτού να κρίνεις. Έτσι αναρωτιέσαι αν η ανθρώπινη αξιοπρέπεια αφορά μόνο στους λίγους – και γιατί εσύ να έχεις στέγη και κινητό τηλέφωνο ενώ ο άλλος πεινάει κι όταν δει κάμερα τρομάζει γιατί δεν ξέρει τι είναι.
Αυτό κι αν είναι Επιστήμη. Να μπορείς να δεχτείς πως όσα κι αν μάθεις, ό, τι κι αν κάνεις, όσο κι αν ψάξεις, το απόλυτο και το βέβαιο δεν μπορεί να επιτευχθεί. Δεν υπάρχει. Ξέρεις όμως ότι μπορείς να κάνεις πολλά. Πολλά μικρά που θα κάνουν το θαύμα για κάποιους. Ξέρεις ότι μπορείς να ζήσεις αλλιώς και να θέσεις άλλες προτεραιότητες αν αυτές στις οποίες στηριζόσουν έχουν αποδειχθεί εφήμερες. Ξέρεις ότι για να κρατηθείς σε δύσκολους καιρούς, πρέπει «επένδυση» να σημαίνει όχι μόνο λεφτά σε τράπεζες, μα και άυλα αγαθά σε ανθρώπινες σχέσεις. Ξέρεις ότι το βόλεμα σε μια κατάσταση και ο συνακόλουθος εφησυχασμός δεν μπορούν να κρατήσουν για πολύ. Ξέρεις ότι οφείλεις κάθε τόσο να επαναπροσδιορίσεις τους στόχους σου με βάση άλλους παράγοντες – γιατί ούτε ήρθες, ούτε μεγάλωσες, ούτε ζεις μόνος σου σ’ αυτόν τον κόσμο. Ξέρεις ότι δεν υπάρχει ποτέ μία και μόνη διαδρομή προς τον προορισμό, ούτε και μια μόνο μορφή του προορισμού. Μπορεί να μοιάζει αλλιώς από ό,τι αρχικά τον φανταστήκαμε, μα είναι ό,τι καταφέραμε κι αξίζει να είμαστε περήφανοι. Ξέρεις ότι το καθετί μπορείς να το δεις και αλλιώς. Χρειάζεται, τώρα περισσότερο από ποτέ, να αντισταθούμε σε μονόπλευρους και συμβατικούς τρόπους σκέψης. Το κυριότερο; Ελπίζεις. Όταν σκέφτεσαι κοινωνιολογικά, μπορείς να ελπίζεις, να ψάχνεις για την ευκαιρία στην κρίση και να πιστεύεις σε ένα καλύτερο αύριο. Αυτό κι αν είναι Επιστήμη!
Ξεκινώ με το τι θεωρώ ότι πραγματικά είναι η Κοινωνιολογία, με βάση τα όσα έχω διερευνήσει τα τελευταία πέντε χρόνια με την καθοδήγηση αξιόλογων καθηγητών κι ερευνητών στο χώρο. Πρόκειται για έναν ισχυρό τρόπο σκέψης, μια νοοτροπία στην τελική, που είναι πρακτική για τον καθένα και για ολόκληρη τη ζωή του. Όχι μόνο δεν περιορίζεται στην εκμάθηση θεωριών, αλλά είναι εφαρμόσιμη σε ποικίλα περιβάλλοντα και στην οποιαδήποτε κατάσταση. Κατ’ αρχάς, το γεγονός και μόνο ότι περικλείει τόσες διαφορετικές θεωρίες περί του ίδιου θέματος σημαίνει ότι το άτομο αντιλαμβάνεται πως δεν υπάρχει μια και μοναδική εξήγηση, θεωρία ή λύση για το οποιοδήποτε φαινόμενο. Καλείται να αναπτύξει γρήγορη και κριτική σκέψη, το οποίο με τη σειρά του δεν επιτρέπει την αφελή παράδοση στην όποια θεώρηση, αλλά προωθεί την εύρεση εναλλακτικών εξηγήσεων γύρω από το καθετί. Επιπλέον, έρχεται σε επαφή με τόσους τρόπους με τους οποίους διάφορα κοινωνικά φαινόμενα και κατηγορίες σχετίζονται μεταξύ τους, ώστε να είναι συνεχώς σε ετοιμότητα να αντιληφθεί πώς μια κατάσταση λειτουργεί και αλλιώς – εφόσον δεν μπορεί να ενεργεί με έναν μοναδικό τρόπο ή προς μια μόνο κατεύθυνση, δηλαδή χωρίς αντίσταση από άλλους παράγοντες.
Επικαλούμαι τον Peter Burger (1963) που ορίζει την Κοινωνιολογία ως την ικανότητα να δει κανείς το ξένο μέσα στο οικείο και το γενικό μέσα στο ειδικό. Το πρώτο σημαίνει να αποστασιοποιεί κανείς τον εαυτό του από ατομικιστικές ερμηνείες της ανθρώπινης συμπεριφοράς και να τη δει ως το προϊόν κοινωνικών παραγόντων, δηλαδή να δει τα γεγονότα μέσα από ένα κοινωνικό πρίσμα. Η ικανότητα να δει το γενικό μέσα στο ειδικό αναφέρεται στο πώς κοινωνικές κατηγορίες όπως το φύλο, η εθνικότητα, η κοινωνική τάξη και η θρησκεία του ατόμου επηρεάζουν τη συμπεριφορά και τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται στη ζωή του. Με τις διάφορες μεθόδους που ερευνούν την εμπειρική πραγματικότητα, εντοπίζονται επαναλαμβανόμενα πρότυπα και συμπεριφορές. Για παράδειγμα, συγκεκριμένες ομάδες έχουν αποδειχθεί πιο πιθανά από άλλες να μειονεκτούν ή να έχουν προτέρημα όσον αφορά στο μορφωτικό επίπεδο, την κατάσταση υγείας, την ανεργία, τις προοπτικές ανέλιξης κτλ. Ακολούθως, καθίσταται δυνατή η ανάπτυξη θεωριών για την εξήγηση των κοινωνικών αυτών ζητημάτων και κατά συνέπεια την πρόβλεψη, βελτίωση ή και αποτροπή τους.
Ουσιαστικά, ο κλάδος της Κοινωνιολογίας συνδέει το ατομικό με το κοινωνικό επίπεδο. Ερευνά το πώς φαινομενικά ατομικά θέματα επιδέχονται επιρροών και καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από το ευρύτερο πλαίσιο. Και υπάρχει πάντα αυτό το μεγαλύτερο πλαίσιο, αφού από τη γέννησή μας ζούμε σε ομάδες, όπως η οικογένεια, το σχολείο, ο χώρος εργασίας, η γειτονιά, η πόλη και το κράτος, οι οποίες είναι ενσωματωμένες σε κοινωνικές δομές. Αυτές καθορίζουν για το άτομο οικογενειακούς θεσμούς, προσδοκίες για κάθε φάση της ζωής του, κανόνες που διέπουν τις ανθρώπινες σχέσεις, θεσμικές πολιτικές και άλλα. Πρόκειται λοιπόν για μια πολυεπίπεδη ανάλυση των πραγμάτων που συμβάλλει στην ανάπτυξη δεξιοτήτων όπως την κριτική σκέψη, την αμφισβήτηση του προφανούς, την ευφραδή παρουσίαση ιδεών γραπτώς και προφορικώς, την ανάπτυξη λογικών και συνεκτικών επιχειρημάτων, τη δημιουργία καλομελετημένων σχέδιων δράσης σε προβληματικές καταστάσεις, την εκτίμηση ερευνητικών ευρημάτων, την εμπέδωση της ύπαρξης πολλών «πραγματικοτήτων» ανάλογα με το υπόβαθρο του καθενός και μια σφαιρική κατανόηση του πώς λειτουργούν οι ανθρώπινες σχέσεις και οι κοινωνικοί φορείς σε κάθε επίπεδο. Εξού και βρίσκουμε τους Κοινωνιολόγους σε μια μεγάλη γκάμα δουλειών και σε περιβάλλοντα που μεταξύ τους διαφέρουν σημαντικά.
Αυτή ακριβώς η πολυδιάστατη οπτική και αυτές οι «μεταβιβάσιμες», όπως αποκαλούνται, δεξιότητες είναι, κατά τη γνώμη μου, ένα χρησιμότατο εργαλείο για να κατανοήσουμε αλλά και να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά τις σύγχρονες προκλήσεις. Η Κοινωνιολογία ως τρόπος σκέψης μας προτρέπει να δούμε τα δεδομένα διαφορετικά και μας βοηθά να γίνουμε καλύτεροι και πιο χαρούμενοι άνθρωποι. Πρώτον, διευρύνει τα πλαίσια αναφοράς μας, εφόσον είναι φανερό πως το πρόβλημά «μας» δεν είναι μόνο δικό μας. Σχετίζεται με γενικότερα ζητήματα, ιστορικά και κοινωνικά. Αποτελεί μόνο μέρος της αλυσίδας. Δεύτερον, δε μας επιτρέπει να είμαστε ντετερμινιστές: το αποτέλεσμα μιας κατάστασης δεν είναι ποτέ δεδομένο, γιατί η κάθε δύναμη που επεμβαίνει το επηρεάζει. Κάθε συντελεστής κάνει διαφορά – κι ο καθένας μας μπορεί να δράσει.
Υπάρχουν, τώρα περισσότερο από ποτέ, ευκαιρίες να δοκιμάσει κανείς να κάνει το χόμπυ του εργασία, αφού ούτως ή άλλως δε ρισκάρει μια επικερδή θέση εργασίας. Με χαμηλά έσοδα μεν, αλλά είναι καιρός να ζήσουμε με λιγότερα. Γίνεται. Το ξέρουμε μέσω της μελέτης άλλων κοινωνιών, των οποίων οι κοινωνικές δομές διαφέρουν από τις εδώ. Μικρές επιχειρήσεις μεταξύ φίλων ξεκινούν και σταδιακά αναπτύσσονται. Είναι καιρός να έρθουμε κοντά με άτομα που σκέφτονται σαν εμάς και να ενώσουμε ιδέες και μυαλά για να ξεπεράσουμε τη θυματοποίηση στην οποία έχουμε πέσει εξαιτίας του ότι κάποιοι άλλοι, ενωμένοι για το δικό τους συμφέρον, ενήργησαν αποτελεσματικά. Φιλανθρωπικά κινήματα και εθελοντισμός έχουν αποδειχθεί ότι βελτιώνουν την ψυχική υγεία αυτών που προσφέρουν. Ίσως τώρα, είτε λόγω ανεργίας είτε λόγω συμπόνιας που μας έχει φέρει πιο κοντά εν καιρώ κρίσης, να είναι η κατάλληλη στιγμή να προσφέρουμε· χρόνο, ενέργεια, αγάπη, χαμόγελα κι οτιδήποτε υλικό κάθεται στο σπίτι μας αχρησιμοποίητο εδώ και μήνες. Μπορούμε να δώσουμε, ό,τι κι αν (δεν) έχουμε. Έρευνες φέρνουν στο φως τους κινδύνους που μπορεί να ελλοχεύουν στα τρόφιμα που αγοράζουμε. Γιατί δεν ελαχιστοποιούμε την εξάρτησή μας από τα εμπορικά αγαθά, φυτεύοντας τα δικά μας βότανα και λαχανικά; Ακόμα και ένα-δυο να έχουμε, είναι κέρδος! Σε οικονομικό επίπεδο, όσον αφορά στην υγεία μας και ως βήμα της αποκατάστασης της επαφής του ανθρώπου με το φυσικό του περιβάλλον. Είναι με διάφορους τρόπους και σε πολλά επίπεδα που μπορούμε να κάνουμε την αλλαγή.
Πράγματι,αν η Κοινωνιολογία έχει ένα μάθημα να δώσει, είναι πως η κοινωνική αλλαγή επέρχεται από απρόβλεπτες και πολλαπλές πηγές. Γι’ αυτό και αρκετοί εκπρόσωποι των Θετικών Επιστημών «κατηγορούν» τις Κοινωνικές Επιστήμες για έλλειψη «επιστημονικής κυρότητας». Απαντώ ότι εξαρτάται αρχικά από το πώς ορίζει κανείς την επιστήμη – κατάλοιπο της Αναγέννησης, αφού έκτοτε εγκυρότητα αποτελεσμάτων θωρείται η ικανότητα να προβλέψει κανείς κάτι εκατό τοις εκατό και να φτιάξει φόρμουλες για την εξέλιξη ενός φαινομένου. Οι των Κοινωνικών Επιστημών λοιπόν δεν μπορούμε να φτιάξουμε τέλεια μοντέλα κοινωνιών, ούτε και να προβλέψουμε με σιγουριά τι πρόκειται να ακολουθήσει. Δεν μπορούμε ούτε και να εγγυηθούμε την επιτυχία όσων εισηγούμαστε για βελτίωση. Γιατί ο άνθρωπος είναι απρόβλεπτος και, κυρίως, ελεύθερος κριτής κι ενεργός συντελεστής. Προσπαθείς να τον καταλάβεις κι εκεί που νομίζεις ότι έχεις βγάλει συμπεράσματα και η εξαίρεση είναι αμελητέα, έρχεται να σου τρίξει τα δόντια και να σου δείξει ότι μπορεί να αλλάξει την πορεία των πραγμάτων. Προσπαθείς να βγάλεις μοντέλο μιας κοινωνίας και καθώς ερευνάς διάφορες, ανακαλύπτεις με πόσους διαφορετικούς τρόπους μπορεί ο άνθρωπος να ζήσει και πώς η κουλτούρα και η κοινωνικοπολιτική σύσταση προσδιορίζουν νόρμες και πλαίσια σκέψης. Έτσι, εκτιμάς τη μοναδικότητα της κάθε διαφορετικής ιστορίας που υπάρχει εκεί έξω κι είσαι ανοιχτός να ακούσεις προτού να κρίνεις. Έτσι αναρωτιέσαι αν η ανθρώπινη αξιοπρέπεια αφορά μόνο στους λίγους – και γιατί εσύ να έχεις στέγη και κινητό τηλέφωνο ενώ ο άλλος πεινάει κι όταν δει κάμερα τρομάζει γιατί δεν ξέρει τι είναι.
Αυτό κι αν είναι Επιστήμη. Να μπορείς να δεχτείς πως όσα κι αν μάθεις, ό, τι κι αν κάνεις, όσο κι αν ψάξεις, το απόλυτο και το βέβαιο δεν μπορεί να επιτευχθεί. Δεν υπάρχει. Ξέρεις όμως ότι μπορείς να κάνεις πολλά. Πολλά μικρά που θα κάνουν το θαύμα για κάποιους. Ξέρεις ότι μπορείς να ζήσεις αλλιώς και να θέσεις άλλες προτεραιότητες αν αυτές στις οποίες στηριζόσουν έχουν αποδειχθεί εφήμερες. Ξέρεις ότι για να κρατηθείς σε δύσκολους καιρούς, πρέπει «επένδυση» να σημαίνει όχι μόνο λεφτά σε τράπεζες, μα και άυλα αγαθά σε ανθρώπινες σχέσεις. Ξέρεις ότι το βόλεμα σε μια κατάσταση και ο συνακόλουθος εφησυχασμός δεν μπορούν να κρατήσουν για πολύ. Ξέρεις ότι οφείλεις κάθε τόσο να επαναπροσδιορίσεις τους στόχους σου με βάση άλλους παράγοντες – γιατί ούτε ήρθες, ούτε μεγάλωσες, ούτε ζεις μόνος σου σ’ αυτόν τον κόσμο. Ξέρεις ότι δεν υπάρχει ποτέ μία και μόνη διαδρομή προς τον προορισμό, ούτε και μια μόνο μορφή του προορισμού. Μπορεί να μοιάζει αλλιώς από ό,τι αρχικά τον φανταστήκαμε, μα είναι ό,τι καταφέραμε κι αξίζει να είμαστε περήφανοι. Ξέρεις ότι το καθετί μπορείς να το δεις και αλλιώς. Χρειάζεται, τώρα περισσότερο από ποτέ, να αντισταθούμε σε μονόπλευρους και συμβατικούς τρόπους σκέψης. Το κυριότερο; Ελπίζεις. Όταν σκέφτεσαι κοινωνιολογικά, μπορείς να ελπίζεις, να ψάχνεις για την ευκαιρία στην κρίση και να πιστεύεις σε ένα καλύτερο αύριο. Αυτό κι αν είναι Επιστήμη!
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου